κονδυλοειδής

κονδυλοειδής
-ές (Α κονδυλοειδής, -ες)
αυτός που έχει μορφή κονδύλου, κονδυλώδης, εξογκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος + -είδης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κονδυλοειδεῖς — κονδυλοειδής masc/fem acc pl κονδυλοειδής masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • κονδυλώδης — ες (Α κονδυλώδης, ώδες) [κόνδυλος] αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, κονδυλοειδής, διογκωμένος νεοελλ. 1. (για φυτά) κονδυλόρριζος 2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος …   Dictionary of Greek

  • κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”